προπομάτων

προπομάτων
πρόπομα
drink taken before meals
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαστιχάτον — μαστιχᾱτον, τὸ (Α) ποτό παρασκευασμένο από μαστίχα («τῶν δὲ προπομάτων ἄριστόν ἐστι τὸ κονδίτον... ἢ κιτρᾱτον ἢ μαστιχᾱτον», Αλέξ. Τραλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίχη + κατάλ. ᾶτον (< λατ. επίθημα atum)] …   Dictionary of Greek

  • προπουματάς — ὁ, Α [πρόπομα, ατος] πωλητής τών προπομάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”